Powered By Blogger

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014



Η επιστήμη -και η λογική- μπορεί να αποδείξει και να συμπεράνει τα πάντα. Αρκεί να έχει βάσιμη εκκίνηση και σωστή στοχοθεσία.  Η κα Ρεπούση καταλήγει συχνά-πυκνά σε συμπεράσματα που σηκώνουν πλήθος αντιδράσεων.  Η επιστημονικότητά της όμως μπορεί να δικαιολογήσει πολύ εύκολα τη λογική πορεία, το σκεπτικό και τα συμπεράσματά της. Το ίδιο άλλωστε συμβαίνει και σε πλήθος αναλυτών, οι οποίοι κρίνουν –και συνήθως κατακρίνουν- την πολιτική της παρούσας κυβέρνησης ως «ενδοτική», «αγόμενη και φερόμενη», «πειθήνια των  γερμανικών εντολών» και άλλα πολλά. 

Κάθε συμπέρασμα κρίνεται αφενός για την ορθότητα των πηγών/σημείων εκκίνησής του και αφετέρου  για την ορθολογικότητα της πορείας προς την εξαγωγή του όποιου συμπεράσματος. Τόσο τα συχνά «πυροτεχνήματα» της κας Ρεπούση, όσο και οι κραυγές των μονίμως (κατ’ ιδεολογίαν και συχνά κατ’ επάγγελμα) διαμαρτυρομένων, αλλά βεβαίως και η κυβερνητική πολιτική, κρίνονται από αυτά τα ίδια κριτήρια της ορθής εκκίνησης και της λογικής συνεπαγωγής.
Κάθε πολιτική «γραμμή», κάθε πολιτική επιχειρηματολογία και κάθε ανάλυση μπορεί να αποδεικνύεται συνεπής ως προς την πορεία απόδειξης της συγκεκριμένης στοχοθεσίας. Ομοίως –και ιδανικά- μπορεί να είναι και συνεπής και ως προς το σημείο εκκίνησής της. Όμως η ταυτόχρονη συνύπαρξη και των δυο, δεν συμβαίνει πολύ συχνά. Και η απόδειξη αυτής συνήθως έχει να κάνει και με την επιστήμη της στατιστικής (δημοσκοπήσεις) σε συνδυασμό με την επιστήμη της διαφήμισης και της πολιτικής επικοινωνίας (τύπος και προπαγάνδα). Τα λεγόμενα της κας Ρεπούση έχουν σχεδόν πάντα συνέπεια ως προς τη λογική συνεπαγωγή συμπερασμάτων, αλλά σχεδόν πάντα ξεκινούν από «προαποφασισμένο» και «ελεγχόμενο» σημείο εκκίνησης.  Οι ρήσεις του ΚΚΕ έχουν το ίδιο μειονέκτημα. Στο ίδιο αδιέξοδο οδηγούνται συχνά και άλλα κόμματα ακολουθώντας είτε μια συγκρουσιακή επικοινωνιακή τακτική, είτε την αποφυγή συγκρούσεων με την εκλογική βάση ή με το παρελθόν τους. Το σημείο εκκίνησης δεν είναι το σωστό. Και συνεπώς τα όποια συμπεράσματα είναι διάτρητα και αποπροσανατολιστικά.
Πολλά έχουν γραφεί τελευταία για τη ορθότητα της πολιτικής γραμμής της κυβέρνησης, κυρίως σε σχέση με την πολιτική των προηγούμενων κυβερνήσεων (πρό και κατά τη διάρκεια της κρίσης και της παρουσίας της τρόικας) ή με την πρότερη γραμμή της ΝΔ είτε και με τις εκάστοτε θέσεις της αντιπολίτευσης ή ακόμα και με τις θέσεις της Γερμανίας και των άλλων δανειστών. Η πολιτική της χώρας μας υπό τον Α. Σαμαρά δεν πορεύεται ούτε παράλληλα, ούτε αντίθετα με τη Γερμανική ή άλλη πολιτική. Δεν αποτελεί ζητούμενο ούτε το ένα ούτε το άλλο. Μοναδικό ζητούμενο είναι η πορεία χωρίς εξαρτήσεις και χωρίς "συνεργάτες" που αποδεικνύονται μή συνεργάσιμοι.  Δεν αποτελεί ζητούμενο το "έλεος" ή το μή έλεος της Γερμανίας ή του ΔΝΤ ή όποιου άλλου. Ζητούμενο αποτελεί η δυνατότητα να κανονίζει από μόνη της η χώρα μας από πού, πότε και πώς θα διατηρεί το πλεόνασμα που ήδη επέτυχε (με πολύ πιο δύσκολο τρόπο). Δεν πρόκειται να ακούσει κανείς από τον πρωθυπουργό ότι τάχα η κρίση τελείωσε και επιστρέφουμε στο "Τσοβόλα, δώστα όλα". Η επίτευξη πλεονάσματος θα είναι κάθε χρόνο αναγκαίος στόχος. Η μείωση της γραφειοκρατίας, η αύξηση των αποκρατικοποιήσεων και της ανταγωνιστικότητας, η τιμωρία των κερδοσκόπων και η πλήρης αποσοβιετικοποίηση της κοινωνίας και του κράτους θα είναι ακόμα για καιρό στην ημερήσια διάταξη της κυβέρνησης Σαμαρά (αλλά και της λογικής). Ακόμα και μετά τον Απρίλιο, οπότε και λήγει το μνημόνιο και οι δεσμεύσεις που εκπορεύονται από αυτό, η ελληνική προεδρία της ΕΕ, η οποία μόλις ξεκίνησε, έχει ως βασικό της στόχο την επίτευξη συμφωνίας για το "μετά" των μνημονίων σε όλες της χώρες του ευρώ. Κι αυτό το "μετά" είναι μόλις 4 μήνες μακριά. Και θα το διαπραγματευτεί η χώρα μας ώς το Μάρτιο, με όλους για όλους. Όπως και την χάραξη της ευρωπαϊκής ΑΟΖ και την αναθεώρηση της συνθήκης του Δουβλίνου για τη μετανάστευση. Όλα αυτά είναι ήδη στην επίσημη ατζέντα της ελληνικής προεδρίας με σκοπό να τελεσιδικήσουν. Κι όλα αυτά θα κρίνουν και το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών σε όλες τις  χώρες της ΕΕ. Και κάτι ακόμα για να προλάβω τις Κασσάνδρες... Αν Γερμανία κι Ελλάδα έβρισκαν τρόπο συμφωνίας για νέο επίσημο κούρεμα του χρέους, αυτό πώς θα μπορούσε να περάσει χωρίς νέο μνημόνιο; Και πώς θα μπορούσε κανείς να πετύχει να μην διατηρηθεί και σε αυτό το πιθανό τρίτο μνημόνιο η ρήτρα περί μή συμψηφισμού χρεών της Ελλάδας με τα πιθανά (αλλά υπαρκτά κατά τη γνώμη μας) χρέη της Γερμανίας από τον Α και Β παγκόσμιο πόλεμο;
Να, λοιπόν, η διαφορά της  Ρεπούσιας λογικής από τη λογική της σημερινής κυβέρνησης. Δεν θέτουμε ιδεοληπτικά το στόχο προτού εξασφαλίσουμε στέρεο σημείο εκκίνησης, ούτε προκαθορίζουμε ότι κάθε λέξη και ενέργειά μας είναι θέσφατο και η πορεία προς το στόχο μας έχει αυτή και μόνη την δέουσα επιστημονική ασφάλεια, ούτε ξεκινάμε από ένα σημείο «υπερήφανης» εκκίνησης αλλά καμμένης, αδιέξοδης πορείας.  Δεν επιδιώκουμε να μας μειώσουνε το χρέος, ούτε να «πέσουμε μαχόμενοι υπερήφανα». Επιδιώκουμε να είμαστε μόνοι μας σε θέση να κρίνουμε πώς και πότε θα το αποπληρώσουμε μόνοι μας. Και σε αυτήν τη στοχοθεσία, η πορεία του Αντώνη Σαμαρά είναι σε χαμηλούς τόνους συνεπέστατη και αποτελεσματικότατη. Σημείο εκκίνησης της πολιτικής αυτής ήταν όντως η γραμμή που χαράχθηκε το Μάιο του 2010 με το όχι στην ψηφοφορία της τότε δανειακής συμβάσεως, αλλά με πλήρη αποδοχή των χρεών της χώρας (παλαιών και νέων) και υπόσχεση αποπληρωμής τους μέχρι τελευταίου ευρώ. Έλεγε τότε (τρεισήμισι χρόνια πρίν) ο σημερινός πρωθυπουργός: «θα σεβαστούμε τα χρήματα που δίνονται την κρίσιμη στιγμή στην Ελλάδα από κυβερνήσεις των εταίρων μας και από το ΔΝΤ», «δεσμευόμαστε από τις συμβάσεις που υπογράφει το ελληνικό κράτος, ακόμα κι αν διαφωνούμε, γιατί η ελληνική πολιτεία έχει συνέχεια»,  «θα κάνουμε ότι μπορούμε για να βγούμε από την ανάγκη στήριξης του μηχανισμού κι από τους όρους του όσο γίνεται ταχύτερα».  Δεν έχει ξεφύγει από αυτό το σημείο αξιοπρεπούς και πραγματιστικής εκκίνησης. Τουναντίον συνεχίζει και αποδεικνύει πρωτοφανή (για τα ελληνικά δεδομένα) συνέπεια τόσο στη λογική συνεπαγωγή της πολιτικής του, όσο και στην ορθότητα της εκκίνησης και –κυρίως- στη συμβατότητα εκκίνησης, πορείας και κατάληξης. Σε αυτό μάλιστα το σημείο υπάρχει εμφανής διαφοροποίηση και από το ΠΑΣΟΚ, το οποίο επεδίωκε και επιδιώκει να ρίχνει αλλού τις ευθύνες των πάντων και συνεχίζει να προσδοκά «κουρέματα» εντός μνημονίων προκειμένου να μην αναλάβει την ευθύνη της ιδεολογικής του απόστασης από την αναγκαία πολιτική και την αλόγιστη  ανευθυνότητα των επί τεσσερακονταετία πεπραγμένων του (μέρος της οποίας επέδειξε στο παρελθόν και η ΝΔ από κεκτημένη ταχύτητα).
Δια της αναιρέσεως λοιπόν η επικαιροποίηση της Ρεπούσιας λογικής…


Ν. ΚΑΝΕΛΛΟΠΟΥΛΟΣ
Εκπαιδευτικός,  Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
10Ιαν2014

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παράκληση: Μη βάζετε σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο.
Τ α σχόλιά σας ας είναι κόσμια