Προσκυνητής
Σχέση Μικρού και Μεγάλου Αγιασμού κατά τους Κολλυβάδες και δη κατά τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο
Τα Θεοφάνεια αποτελούν γιορτή δόξας και φιλανθρωπίας, η οποία μεταμορφώνει την ύπαρξή μας σε κατά Θεόν ύπαρξη.
Μνήμη θανάτου(Γέροντος Παϊσίου)
Σχέση Μικρού και Μεγάλου Αγιασμού κατά τους Κολλυβάδες και δη κατά τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο
Posted: 06 Jan 2014 06:42 AM PST
Με τη ευκαιρία της μεγάλης δεσποτικής εορτής των Θεοφανείων και της κατ' αυτήν τελέσεως του Μεγάλου Αγιασμού, επιθυμούμε ν' αναφερθούμε στη σχέση αυτή του Μεγάλου, ως λέγεται, Αγιασμού, προς τον αποκαλούμενο Μικρό Αγιασμό, ο οποίος τελείται σε κάθε άλλη περίπτωση π.χ. Πρωτομηνιά, εγκαινισμούς οίκων, καταστημάτων κ. ά., με σκοπό να συμβάλλουμε στη αποφυγή των πολλών παρανοήσεων, αλλά και στην εξάλειψη των λανθασμένων απόψεων και εθιμικών διατάξεων σχετικά με τη σύγκριση των δύο Αγιασμών και την χρήση τους.
Οδηγό σ' αυτήν την προσπάθεια θα έχομε έναν από τους κυριώτερους εκπροσώπους της Φιλοκαλικής αναγέννησης του 18ου αιώνος, του κινήματος δηλ. των Κολλυβάδων, τον Άγιο Αθανάσιο τον Πάριο, ο οποίος είχε ασχοληθεί με το θέμα εκτενώς.
Στην "Έκθεσή" του ο Άγιος Αθανάσιος, τονίζει ότι ο Μεγάλος Αγιασμός έχει α) Δύναμη λουτρού παλιγγενεσίας και β) τελείται μία φορά το χρόνο, κατά την εορτή των Θεοφανείων, ως συμβολική ανάμνηση της δωρεάς της Θείας αναγεννήσεως από τον Χριστό. (Εδώ πρέπει να σημειώσουμε, ότι και την παραμονή των Θεοφανείων επεκράτησε από πολύ νωρίς να τελείται ο Μεγάλος Αγιασμός για πρακτικούς κυρίως λόγους, αλλά και αυτή η τέλεση εντάσσεται στην εορτή των Θεοφανείων και κατά συνέπεια δεν θεωρείται ως δεύτερη και ανεξάρτητη).
Από την άλλη πλευρά ο λεγόμενος Μικρός Αγιασμός: α) τελείται στις νουμηνίες (αρχή του μήνα), αλλά και κάθε φορά που κρίνεται απαραίτητο, χωρίς ιδιαίτερα αυστηρές ρυθμίσεις, β) παρέχει πλούτο ιαματικής δύναμης για κάθε ασθένεια, σωματική ή ψυχική και γ) φαίνεται ότι αρχίζει να εξαπλώνεται, ως αγιασματική ακολουθία, από το θαύμα το οποίον συνέβη στο Ναό της Θεοτόκου Ζωοδόχου Πηγής, όπως ο Άγιος Αθανάσιος αναφέρει.
Επομένως, όπως γίνεται αντιληπτό, η διάκριση η οποία παρατηρείται, έχει καθαρά συμβολικό χαρακτήρα και δεν υπονοεί, αλλ' ούτε σε καμιά περίπτωση συνιστά ουσιαστική διάκριση η διαφοροποίησή τους. Αν επιχειρήσουμε μάλιστα μια ερευνητική μελέτη στις ακολουθίες του Μικρού και του Μεγάλου Αγιασμού, θα διαπιστώσουμε, ότι όσα αναφέρθηκαν ανωτέρω, επιβεβαιώνονται πλήρως. Κατ' αρχήν πρέπει να σημειώσουμε, ότι υπάρχει εμφανής ομοιότητα στις δύο Ακολουθίες αφού και στις δύο τελείται Αγιασμός ύδατος.
Στον Μεγάλο Αγιασμό παρατηρούμε, πως τόσο τα τροπάρια, που τον συνοδεύουν ("Φωνή Κυρίου επί των υδάτων..." ), όσο και τα αναγνώσματα από τις Προφητείες του Ησαΐου, έχουν έντονο συμβολικό χαρακτήρα της τέλεσής του σε ανάμνηση του Βαπτίσματος του Χριστού και εξ' αυτού παρουσιάζουν έντονο τον χαρακτήρα της Δεσποτικής εορτής. Σε αντίθεση ο Μικρός Αγιασμός διαφέρει σ' αυτό το σημείο, αφού η συνοδευτική υμνογραφία, περιέχει τροπάρια αφιερωμένα στη Θεομήτορα.
Στην μεγάλη εκτενή Δέηση και των δύο ακολουθιών δίδεται η πνευματική έννοια του λουτρού της παλιγγενεσίας ("υπέρ του αγιασθήναι το ύδωρ τούτο τη επιφοιτήσει και δυνάμει και ενεργεία του Αγίου Πνεύματος ..., του καταφοιτήσαι εν τοις ύδασι τούτοις την καθαρτικήν της υπερουσίου Τριάδος ενέργεια, ..., του δωρηθήναι αυτοίς την χάριν της απολυτρώσεως, την ευλογίαν του Ιορδάνου, ...., του γενηθήναι το ύδωρ τούτο αγιασμού δώρον, αμαρτημάτων λυτήριον, εις ίασιν ψυχής τε και σώματος και προς πάσαν ωφέλειαν επιτήδειον..." κ. α.), αλλά από τη Ιστορία της λατρείας μας είναι γνωστό ότι ο Αγιασμός των Θεοφανείων επηρέασε μορφολογικά, την ακολουθία του Μικρού Αγιασμού και κατά συνέπειαν θεωρούμε αυτές τις ομοιότητες αυθεντικά στοιχεία της ακολουθίας του Μεγάλου Αγιασμού, τα οποία συμπλήρωσαν, αργότερα την ακολουθία που επιβλήθηκε από την ανάγκη τελέσεως Αγιασμού εκτός της εορτής των Θεοφανείων.
Στο ίδιο συμπέρασμα οδηγούμαστε και από το περιεχόμενο των ευχών του καθαγιασμού του ύδατος, που ακολουθούν.
Στο μεγάλο Αγιασμό έχομε μια νοηματική συνέχεια με την εκτενή Δέηση, που προηγείται, αφού ο Ιερεύς αιτείται επευχόμενος τον καθαγιασμόν του ύδατος, ώστε αυτό να γίνει: "Αφθαρσίας πηγή, αγιασμού δώρον, αμαρτημάτων λυτήριον, νοσημάτων αλεξιτήριον, δαίμοσιν ολέθριον, ταις εναντίαις δυνάμεσιν απρόσητον, αγγελικής ισχύος πεπληρωμένον. ΄Ινα απάντες οι αρυόμενοι και μεταλαμβάνοντες έχοιεν αυτό προς καθαρισμόν ψυχών και σωμάτων, προς ιατρείαν παθών, προς αγιασμόν οίκων, προς πάσαν ωφέλειαν επιτήδειον". Και μετά τη δεύτερη επίκληση το αγιασμένο ύδωρ, θα παρέχει "τοις τε απτομένοις, τοις τε χριομένοις, τοις τε μεταλαμβάνουσιν τον αγιασμόν, την ευλογίαν, την κάθαρσιν, την υγείαν".
Στις καθαγιαστικές ευχές του Μικρού Αγιασμού, η Θεία Χάρη δια της μεταλήψεως και του ραντισμού του αγιασμένου ύδατος χορηγεί την ευλογία που αποσμήχει τους ρύπους των παθών και θεραπεύει τις ασθένειες της ψυχής και του σώματος και καταπέμπεται σ' αυτό η ευλογία και η χάρη των ιαμάτων, ώστε να καταξιωνόμαστε να δεχόμαστε την απολύτρωση των ψυχικών και σωματικών πόνων.
Κατά συνέπειαν, αντιλαμβανόμαστε ότι ενώ στο Μικρό Αγιασμό δίδεται έμφαση στην ίαση των ψυχικών και σωματικών ασθενειών, στον Μεγάλο Αγιασμό, καίτοι υπάρχει και αυτό το αίτημα με παρόμοια άλλα, κυριαρχεί πλήρως η ευλογία της φύσεως των υδάτων με το βάπτισμα του Κυρίου, με όλο το βάρος και τις συνέπειες που έχει αυτή η αναμνηστική λειτουργική παρουσία ενός τέτοιου πραγματικού και σωτηριώδους γεγονότος για τη ζωή του όλου σώματος της Εκκλησίας, αλλά και του κάθε πιστού χωριστά. Αποτελεί την αναδημιουργία της ύλης και δι' αυτής του κόσμου εν Χριστώ. Γι' αυτό και επαξίως ονομάζεται λουτρόν παλιγγενεσίας. Γιατί το αγιασμένο ύδωρ των Θεοφανίων δεν είναι τίποτε άλλο, παρά το αγιασμένο νερό του βαπτίσματος, στο οποίο βαπτίζεται ο Τίμιος Σταυρός σε αναπαράσταση του βαπτίσματος του Χριστού και το οποίο αντλούσαν οι πιστοί πριν το βάπτισμα των κατηχουμένων, ως ευλογία, λόγος για τον οποίον θεσπίστηκε η τέλεση του Μεγάλου Αγιασμού. Μάλιστα ο Μεγάλος Αγιασμός διατήρησε την τέλεσή του μέσα στη Θεία λειτουργία, όπως τελούνταν τόσο το Βάπτισμα, όσο και τα άλλα μυστήρια στους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες, ενώ ο Μικρός Αγιασμός τελείται καθ' οιανδήποτε στιγμή και περίσταση, χωρίς ιδιαίτερους περιορισμούς.
Η σύντομη αυτή αναδρομή στο περιεχόμενο των δύο Ακολουθιών, κάνει εμφανή μια τιμητική και καθαρά και μόνον συμβολικήν υπεροχή του Μεγάλου Αγιασμού έναντι του Μικρού, αφού υπερέχει η συμβολική ανάμνηση του αγιασμού της υλικής κτίσεως από τον Κύριο και θεωρείται ως αφετηρία αγιασμού των πάντων σε τέτοιο βαθμό, ώστε να δικαιολογείται ο παραδοσιακός χαρακτηρισμός του μεν ως Μεγάλου του δε ως Μικρού Αγιασμού. Εξ άλλου, όπως παρατηρήσαμε, η ακολουθία του Μικρού Αγιασμού είναι φανερά επηρεασμένη από την ακολουθία του Μεγάλου και ως μεταγενέστερη αυτής, χωρίς να υπονοείται σε καμία περίπτωση διαφοροποίηση της αγιαστικής χάριτος των δύο Αγιασμών ή της μετοχής τους από τους πιστούς.
Αρχιμανδρίτης ΣΩΤΗΡΙΟΣ Ν. ΚΟΣΜΟΠΟΥΛΟΣ, ιεροκήρυξ/πηγή
Τα Θεοφάνεια αποτελούν γιορτή δόξας και φιλανθρωπίας, η οποία μεταμορφώνει την ύπαρξή μας σε κατά Θεόν ύπαρξη.
Posted: 06 Jan 2014 06:39 AM PST
Οι άνθρωποι έχουμε απογυμνώσει τις περισσότερες από τις γιορτές της πίστης μας από το θεολογικό τους περιεχόμενο και παραμένουμε στα σημαίνοντά τους, τις συνήθειες που τις συνοδεύουν. Έτσι γιορτάζουμε χωρίς να νιώθουμε αληθινά τι σημαίνει το περιεχόμενο της γιορτής.
Και αν για τα Χριστούγεννα και το Πάσχα οι περισσότεροι υποψιαζόμαστε κάτι από το βαθύτερο νόημα, γιορτές όπως τα Θεοφάνεια μένουν στην μνήμη μας για τον αγιασμό των υδάτων και τα πατροπαράδοτα έθιμα που τον συνοδεύουν, χωρίς να αγγίζουν την καρδιά μας ως προς το θεολογικό τους βάθος. Κατέχουμε ως γνώση το γεγονός της Βάπτισης του Χριστού στον Ιορδάνη ποταμό και της φανέρωσης και των άλλων δύο προσώπων της Αγίας Τριάδος, του Θεού-Πατέρα με την φωνή που ακούστηκε εξ ουρανού και το Άγιο Πνεύμα, το οποίο κατέβη «εν είδει περιστεράς».
Τα Θεοφάνεια όμως δεν είναι μόνο ένα γεγονός γνώσης και νου. Είναι η ευκαιρία να υιοθετήσουμε έναν τρόπο ζωής, ο οποίος ανοίγει τον νου και την καρδιά μας στην κατοίκηση εντός μας της χάριτος του Θεού, που λειτουργεί ως σωτηρία για την ύπαρξή μας. Γιατί τα Θεοφάνεια αποτελούν γιορτή δόξας και φιλανθρωπίας, η οποία μεταμορφώνει την ύπαρξή μας σε κατά Θεόν ύπαρξη. Όπως λέει ο Απόστολος Παύλος «επεφάνη η φιλανθρωπία του Σωτήρος ημών Θεού» και καλούμαστε να αποδεχθούμε «την επιφάνειαν της δόξης του μεγάλου Θεού και σωτήρος ημών Ιησού Χριστού» (Τίτ. 3, 4 και 2, 13)
Είναι γιορτή δόξας τα Θεοφάνεια, παρότι φαινομενικά ο Χριστός δέχεται να βαπτιστεί στον Ιορδάνη ποταμό από τον Πρόδρομο σαν να ήταν άνθρωπος αμαρτωλός. Όμως η δόξα του Χριστού δεν ήταν ποτέ η δύναμη, η εξουσία, η επιβολή, αλλά η ταπείνωση. Καταδέχεται ο Δεσπότης να χειροθετηθεί στην κεφαλή από το χέρι του δούλου. Καταδέχεται ο Αναμάρτητος να ακολουθήσει την ίδια διαδικασία με τους αμαρτωλούς. Μόνο που αντί να εξομολογηθεί αμαρτίες που δεν έχει, ζητά από τον Πρόδρομο να αποδεχθεί την υπακοή και την αγάπη Του και να κάνει και σ’ Αυτόν ό,τι έκανε στους άλλους. Εισέρχεται στον Ιορδάνη ο διακονούμενος από τους Αγγέλους όχι για να καθαρισθεί από το νερό του ποταμού, αλλά για να καθαρίσει κάθε ανθρώπινο ρύπο, κάθε αμαρτία ανθρώπινη που ο ποταμός έχει δεχθεί, δείχνοντας την οδό του βαπτίσματος που θα ακολουθούμε στην Εκκλησία. Και δεν είναι μόνος Του ο Χριστός, όπως οι άνθρωποι που συναντούν τον προφήτη που ετοιμάζει την οδό του Κυρίου.
Μαζί με τον Χριστό εμφανίζονται και τα άλλα δύο πρόσωπα της Αγίας Τριάδος, για να δείξουν ότι στον Ιορδάνη ποταμό ξεκινά ο κόσμος της Βασιλείας του Θεού, και είναι «ευλογημένη αυτή η βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων». Μόνο που στην βασιλεία αυτή δεν υπάρχουν ανώτεροι και κατώτεροι, ισχυροί και αδύναμοι, άρχοντες και αρχόμενοι. Δεν υπάρχει ο θάνατος. Δεν έχουν θέση τα πάθη και το κακό. Υπάρχει μόνο ζωή, όπως αυτή εκφράζεται με την αγάπη, την ταπείνωση, την συγχωρητικότητα. Και εδώ έγκειται η δόξα των Θεοφανείων. Στο ότι μας υπενθυμίζουν ότι στην Βασιλεία του Θεού προϋπόθεση είναι η πίστη. Η αγάπη και η εμπιστοσύνη στο Χριστό. Η οδός της νίκης κατά των παθών. Η επιλογή ενός τρόπου ζωής που θα μας κάνει να βγαίνουμε από το εγώ μας και να προχωρούμε σε μία διαρκή συνάντηση με το Θεό και τον συνάνθρωπο, ως κέντρο και νόημα της ύπαρξής μας. Και αυτός ο δρόμος είναι για όλους δρόμος δόξας και χαράς.Δρόμος αγιότητας και χαράς που τείνει στην τελειότητα και που θα γίνει τέλεια όταν λυθεί και ο τελευταίος δεσμός φθοράς που είναι ο χρόνος.
Είναι γιορτή φιλανθρωπίας τα Θεοφάνεια γιατί όλα τα παραπάνω δεν θα ήταν δυνατό να συμβούν εάν δεν είχε ενανθρωπίσει ο Χριστός. Γιατί από μόνοι μας δεν θα μπορούσαμε να πετύχουμε να πορευτούμε στον δρόμο της δόξας, καθώς είχαμε και έχουμε διαστρέψει το νόημα τι αληθινά σημαίνει δόξα. Έχουμε αφήσει κατά μέρος τι σημαίνει σωτηρία, γιατί βλέπουμε τον κόσμο με τα μάτια του παρόντος, δηλαδή μόνο στην προοπτική του χρόνου και όχι της αιωνιότητας. Ακόμη έχουμε λησμονήσει ότι ελευθερία δεν σημαίνει η δυνατότητα πορείας σύμφωνα με το θέλημά μας, αλλά η ακολούθηση του θελήματος του Θεού που γίνεται αγάπη για όλους. Ότι όλα θέλουν κόπο και εμείς είμαστε έτοιμοι να επιλέξουμε ό,τι και όποιον μας υπόσχεται ευκολία. Με την ενανθρώπισή Του ο Χριστός μας δείχνει ότι χάρις σ’ Αυτόν τα πάντα αγιάζονται, κι εμείς μαζί Του. Ότι τα πάντα είναι δυνατά στον Επιφανέντα Θεό, αρκεί να Τον θέλουμε ως το κέντρο της ζωής μας και να Τον ακολουθούμε με εμπιστοσύνη. Ότι ο ουρανός συναντά την γη και ξαναδημιουργεί το σύμπαν στην προοπτική της σχέσης και της κοινωνίας με τον Θεό. Γι’ αυτό και στην ακολουθία του Αγιασμού αναφωνούμε «Μέγας ει Κύριε και θαυμαστά τα έργα Σου και ουδείς λόγος εξαρκέσει προς ύμνον των θαυμασίων Σου».
Γιορτή σημαίνει εκκλησιασμός. Σημαίνει δίψα για κοινωνία με τον Θεό. Σημαίνει συμφιλίωση με τον ξαναδημιουργημένο εν Χριστώ κόσμο, σημαίνει σεβασμό για ό,τι ο Θεός αγίασε και ευλόγησε, από τον άνθρωπο μέχρι το τελευταίο φυλλαράκι. Και Θεοφάνεια σημαίνει αφορμή για περισσότερη ταπείνωση, υπέρβαση του εγωισμού μας και εναπόθεση της ελπίδας της ζωής μας στον Επιφανέντα Θεό, άνοιγμα της καρδιάς και της ψυχής μας στην «ανακαίνωση» του Αγίου Πνεύματος (Τίτ. 3,5).
Στην Εκκλησία ξαναβρίσκουμε τον κόσμο ως Παράδεισο και τα Θεοφάνεια είναι μία ευκαιρία να ζήσουμε όπως εκείνος ο πρώτος άνθρωπος που έβλεπε τα πάντα ωραία στην κτίση. Να ξαναδώσουμε νέο όνομα στα πάντα που μας περιβάλλουν, ακόμη και σε ό,τι και σε όποιους μας θλίβουν, μέσα από την προοπτική της συνάντησης και της κοινωνίας με τον Θεό. Μέσα από την Βασιλεία που ζούμε στην Εκκλησία. Και να αγωνιστούμε και οι άλλοι που δεν βλέπουν τα πράγματα έτσι, να γευτούν την ευλογία και τον αγιασμό του Θεού.
Έχουμε ανάγκη από την χάρη του Θεού, για να ζήσει αλλιώς ο κόσμος μας αλλά κι εμείς. Και δεν είναι οπισθοδρόμηση η Βασιλεία που ο Χριστός εγκαινιάζει, αλλά συνεχής ανακαίνιση, φως και αγιασμός και σπουδή της φιλανθρωπίας και της δόξας που Εκείνος μας παρέχει συνεχώς στη ζωή της Εκκλησίας. Ας είναι αυτός ο τρόπος αφορμή για να γνωρίσουμε το βαθύτερο νόημα της μεγάλης εορτής. Για να μπορέσουμε να ζήσουμε και τον χρόνο μας διαφορετικά, πνευματικά, ελεύθερα, εν Χριστώ επιφανέντι.
πρωτοπρεσβύτερος Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Μνήμη θανάτου(Γέροντος Παϊσίου)
Posted: 05 Jan 2014 09:11 AM PST
Αγιορείτης μοναχός δοκιμάζει τον τάφο του(ΠΗΓΗ)
- Γέροντα, τι πρέπει να σκέφτεται κανείς την ημέρα που γεννήθηκε;
- Να σκέφτεται την ημέρα που θα πεθάνη και να ετοιμάζεται για το μεγάλο ταξίδι.
- Γέροντα, όταν κατά την εκταφή βρεθή άλειωτο το σώμα του νεκρού, αυτό οφείλεται σε κάποια αμαρτία για την οποία δεν μετάνοιωσε ο άνθρωπος;
- Όχι, δεν είναι πάντα αιτία κάποια αμαρτία. Μπορεί να οφείλεται και σε φάρμακα που έπαιρνε ή στο χώμα του νεκροταφείου. Όπως και νάναι όμως, όταν κάποιος βγη άλειωτος,εξιλεώνεται κάπως με το ρεζίλεμα που παθαίνει μετά τον θάνατό του.
- Γέροντα, γιατί, ενώ ο θάνατος είναι το πιο σίγουρο γεγονός για τον άνθρωπο, εμείς τον ξεχνούμε;
- Ξέρεις, παλιά στα Κοινόβια υπήρχε ένας μοναχός που είχε ως διακονία να θυμίζη στους άλλους Πατέρες τον θάνατο. Περνούσε λοιπόν την ώρα της διακονίας από όλους τους αδελφούς και έλεγε στον καθέναν: «Αδελφέ, θα πεθάνουμε». Η ζωή είναι τυλιγμένη με την θνητή σάρκα.
Το μεγάλο αυτό μυστικό δεν είναι εύκολο να το καταλάβουν όσοι άνθρωποι είναι μόνο«σάρκες», γι’ αυτό δεν θέλουν να πεθάνουν, δεν θέλουν ούτε να ακούσουν για θάνατο. Έτσι ο θάνατος γι’ αυτούς είναι διπλός θάνατος και διπλή στενοχώρια.
Ευτυχώς όμως ο Καλός Θεός οικονόμησε, ώστε να βοηθιούνται από μερικά πράγματα τουλάχιστον οι ηλικιωμένοι, που φυσιολογικά είναι πιο κοντά στον θάνατο. Ασπρίζουν τα μαλλιά, κόβεται το κουράγιο, οι δυνάμεις τους σιγά-σιγά τους εγκαταλείπουν, αρχίζουν να τρέχουν τα σάλια, οπότε ταπεινώνονται και αναγκάζονται να φιλοσοφούν πάνω στην ματαιότητα αυτού του κόσμου. Και να θέλουν να κάνουν καμμιά αταξία, δεν μπορούν, γιατί όλα αυτά τους φρενάρουν. Ή ακούν ότι κάποιος στην ηλικία τους ή και νεώτερος πέθανε, και θυμούνται τον θάνατο. Βλέπουμε στα χωριά, όταν χτυπάη η καμπάνα για κηδεία, οι ηλικιωμένοι
που κάθονται στο καφενείο σηκώνονται, κάνουν τον σταυρό τους και ρωτούν να μάθουν ποιος πέθανε και πότε γεννήθηκε.
«Ω, τι γίνεται, λένε, φθάνει και η δική μας σειρά· όλοι θα φύγουμε από αυτόν τον κόσμο!». Καταλαβαίνουν ότι τα χρόνια πέρασαν, ότι το σχοινί της ζωής τους άρχισε να μαζεύεται και ο Πολυχρόνης πλησιάζει. Έτσι διαρκώς σκέφτονται τον θάνατο.
Πες σε ένα μικρό παιδί «κάνε μνήμη θανάτου», αυτό θα πη «τραλαλά» και θα συνεχίση να χτυπάη το τόπι του. Γιατί το μικρό παιδί, αν το βοηθούσε ο Θεός να καταλάβη τον θάνατο, θα απογοητευόταν το κακόμοιρο και θα αχρηστευόταν, γιατί δεν θα είχε όρεξη για τίποτε. Γι’ αυτό οικονομάει ο Θεός σαν καλός Πατέρας να μην καταλαβαίνη τον θάνατο και να παίζη ξένοιαστο
και χαρούμενο το τόπι του. Όσο περνάει όμως η ηλικία, σιγά-σιγά καταλαβαίνει και αυτό τον θάνατο.
Βλέπεις, και ένας αρχάριος μοναχός, ιδίως όταν είναι νέος, δεν μπορεί να έχη μνήμη θανάτου. Σκέφτεται ότι έχει χρόνια μπροστά του και δεν τον απασχολεί το ζήτημα αυτό.
Θυμάστε και ο Απόστολος Παύλος που είπε: «Φωνάξτε τους νεανίσκους να πάρουν τον νεκρό Ανανία και την Σαπφείρα»;
Και στα μοναστήρια συνήθως τα νέα καλογέρια θάβουν τους
νεκρούς. Οι μεγάλοι συγκινημένοι ρίχνουν λίγο χώμα επάνω στο σώμα του νεκρού με ευλάβεια και ποτέ στο κεφάλι.
Έχω μια δυσάρεστη εικόνα από ένα μοναστήρι όπου είχε πεθάνει ένας
αδελφός. Την ώρα του ενταφιασμού, όταν έλεγε ο ιερεύς «γη ει και εις γην απελεύσει», όλοι οι Πατέρες με πολλή ευλάβεια και συστολή πήραν λίγο χώμα και το έρριξαν επάνω στην σορό του μοναχού, όπως συνηθίζεται να γίνεται. Ένας νεαρός μοναχός μάζεψε το ζωστικό του, πήρε το φτυάρι και απρόσεκτα και με ορμή έρριχνε πάνω στον νεκρό οτιδήποτε εύρισκε μπροστά του,
χώμα, πέτρες, ξύλα, παφ-παφ..., για να δείξη παλληκαριά! Βρήκε την ώρα να δείξη την δύναμή του, την εργατικότητά του. Δεν είναι ότι φύτευαν δένδρα ή γέμιζαν κάποιον λάκκο, για να μπη η καλωσύνη, η θυσία, και να πη: «Οι άλλοι είναι γεροντάκια. Τι να περιμένω από αυτούς; Ας δουλέψω εγώ». Οπότε θα κουραζόταν λίγο παραπάνω, για να ξεκουράση τους άλλους. Εδώ και ένα ζώο να δη κανείς νεκρό, λυπάται, πόσο μάλλον να βλέπη τον αδελφό του στον τάφο και με το φτυάρι να ρίχνη με μια ορμή και απρόσεκτα πάνω στον νεκρό χώμα,πέτρες... Αυτό δείχνει ότι δεν είχε καμμιά συναίσθηση του θανάτου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση: Μη βάζετε σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο.
Τ α σχόλιά σας ας είναι κόσμια