Powered By Blogger

Τρίτη 1 Μαρτίου 2011

ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ

Πριν από λίγες μέρες επισκέφθηκα τη σελίδα http://www.sinevohia.gr όπου βρήκα μία πολύ ενδιαφέρουσα και σπάνια (ως προς το θέμα της) εργασία κάποιου μέλους της εκεί διαδικτυακής συντροφιάς. Συγχαρητήρια στους νέους που έχουν τέτοια ενδιαφέροντα και δεν αναλώνονται σε άσκοπες και ανούσιες ασχολίες!



ΓΛΩΣΣΑΡΙ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΗΟΣΥΝΗΣ

Αυθέδραστος= αυτός που εδράζει, στηρίζεται στον εαυτό του
Θεοδιφής= αυτός που ψάχνει τον Θεό, που ανατρέχει στον Θεό
Αναμφηρίστωςsadα+αμφι+έριδα) αδιαφιλονίκητος
Μολπή= (μέλπω) τραγούδι
cum grano salis= κάτι στο οποίο δεν πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη σημασία
αψιθυμία = (αψύς + θυμός) οξύθυμος, ευερέθιστος
δαψίλεια = αφθονία, γενναιοδωρία
δορίκτητος = (δόρυ + κτώμαι) – (επίθετο) κυριευμένος με πόλεμο
ερειπιώνας = τόπος με πολλά ερείπια
νήδυμος = αδιατάρακτος
αφεδρών (-ώνας) = (από + έδρα) ο πρωκτός
στωμύλος = <στόμα> ομιλητικός, εύγλωττος
αγχίθυρος = κοντά οι θύρες, μοιάζουν, τα όρια τους είναι δυσδιάκριτα
ειδή = <είδος> εξωτερική όψη, φυσιογνωμία
θελξίπικρος = αυτός που θέλγει την πικρία
νόρμα (-ες) = μέτρο, γνώμονας | κριτήριο, κανόνας ή κατευθυντήρια αρχή στις θεωρητικές και πρακτικές επιστήμες για τον προσδιορισμό του αληθούς ή ψευδούς, του αποδεκτού ή απορριπτέου, του χρήσιμου ή άξιου κτλ.
Στρουκτουραλισμός = \[<αγγλ. structuralism <> (το) ουσ. (Κ πρωτόλειον) το πρώτο πνευματικό έργο ιδ. ποιητή | (συνεκδ.) ανώριμο έργο συγγραφέα
Εναβρύνομαι = <μτγν. 'åναβρύνομαι < 'åν + "áβρός > ρ. περηφανεύομαι, καμαρώνω, σεμνύνομαι
Σολιψισμός = <γαλλ. solipsisme < λατιν. solus (= μüνος) + ipse (= αυτός ο ίδιος)> ουσ. φιλοσοφική θεωρία άκρατου υποκειμενισμού, κατά την οποία τίποτα δεν υπάρχει πέρα από την ατομική συνείδηση
Γαυρίαμα = <μτγν. γαυρίαμα < γαυρι[ù] > (το) ουσ. αυτό για το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος, το καύχημα
Γαυριάζω = <αρχ. ρ. γαυριάω -[ù > ρ. (γαύρ-ιασα, -ιασμένος) (για ζώα) οργώ για συνουσία | (μτφ.) κατέχομαι από έντονη ερωτική επιθυμία: και στρατοκόπος ξέγνοιαστος, λεβέντης γαυριασμένος (Κ. Παλαμάς) | (μτφ.) εκδηλώνω όλη τη ζωτικότητά μου
Κολλυβιστής = <αρχ. κολλυβιστής < κüλλυβος (= μικρü νüμισμα)> (ο) ουσ. αργυραμοιβός, σαράφης
Κολλυβισμός = (ο) ουσ. το έργο του κολλυβιστή, ανταλλαγή νομισμάτων: θα μπορούσε να ενισχύσει αυτόν τον ανεκδιήγητο κολλυβισμό (Γ. Σεφέρης)
Τορεύω = ρ. κατεργάζομαι σκληρό υλικό (ξύλο, μέταλλο, οστό κτλ.) και κατασκευάζω κομψοτεχνήματα
Λαγήνα/ι = (η) ουσ. στάμνα: διψούσε και του 'δινε να ξεδιψάσει μια Σαμαρείτις με τη λαγήνα από 'να πέτρινο πηγάδι (Πετσάλης-Διομήδης)
Ψίαθος = (η) ουσ. η ψάθα
Αρκοσόλιο = <μτγν. 'áρκοσόλιον <> (το) ουσ. χριστιανικό μνημείο, τάφος σκαμμένος σε βράχο, που σχηματίζει ημικυκλική καμάρα, συν. Διακοσμημένη
Φυξήλιος = (φεύξομαι – ήλιον) ?
Θημωνιά = <μτγν. θημωνιά < θημών (= σωρüς) < τίθημι] κ. αθημωνιά (η) ουσ. σωρός από δεμάτια σταχυών για αλώνισμα: κι αυτές οι θημωνιές μέσα στ' αλώνια (Οδ. Ελύτης) - σαν ένα γνεφάκι από αναμμένη αθημωνιά (Μ. Μαλακάσης) Λύθρο/ς = (το) κ. λύθρος (ο) ουσ. αίμα πηγμένο και ανακατεμένο με χώμα, σκόνη και ιδρώτα: άλλοι μ' αλυσίδες στα πόδια, άλλοι με το λύθρο στα στήθη (Π. Πρεβελάκης) Ρογεύω = ρ. (ρόγιασα) μισθώνω, παίρνω στη δούλεψή μου με μισθό: οι πιστικοί ρογιάζουνται στους μεγαλοτσοπάνους (Π. Πρεβελάκης) και το στρατό που ρόγιασε μ' όλους τους θησαυρούς της (Κ. Παλαμάς) Περιρραντήριο = <περιρραίνω> (το) ουσ. η αγιαστούρα του παπά
Αψιμυθίωτος = <α στερητ. + ψιμυθιώ> αφτιασίδωτος, αμακιγιάριστος
Ψιμυθίωση= <ψιμυθιῶ> η (ουσ.) (ψιμυθίωσις, -εως) το φτιασίδωμα
Έρκος = <αρχ. ἕρκος (= φράκτης, περίβολος) < ειργνυμι (= εμποδίζω την έξοδο)> (το) ουσ. εύχρ. στη φρ. έρκος οδόντων, οι οδοντοστοιχίες που σαν φράγμα φράζουν το στόμα (από την ομηρική φρ. πο[éόν σε /åπος φύγεν ?åρκος 'ïδόντων, ποιος λόγος ξέφυγε από το φράγμα των δοντιών σου, τι ασυλλόγιστα που μίλησες)
Κινύρα = <μτγν. κινύρα < εβρ. kinn[or> (η) ουσ. μουσικό όργανο με δέκα χορδές
Ερυσίπτολις = (ερύομαι + πτόλις, πόλις) = ο προασπίζων την πόλιν, ο πολιούχος.
Καλαύροψ (-οπος) = ποιμενική ράβδος, αγκλίτσα.
Κεκρύφαλος = γυναικείος κεφαλόδεσμος για να συγκρατεί την κόμη.
Ελλέβορος = (ο) ουσ. ποώδες, πολυετές φυτό με φαρμακευτικές ιδιότητες• κατά την αρχαιότητα το χρησιμοποιούσαν για τη θεραπεία της παράνοιας
Διάτορος = <αρχ. διάτορος < διά + τείρω> που διατρυπά | (μτφ.) διαπεραστικός, οξύς: διάτορη κραυγή
Ευπερίφωρος = ? (αυτός που ευκόλως περιοράται? Που γίνεται εύκολα αντιληπτός από τους γύρω?)
Ευήθεια = (η) ουσ. αφέλεια, βλακεία
Άγρωστη = <αρχ. /áγρωστις, -ιδος> (η) ουσ. ποώδες φυτό των αγρών, η αγριάδα
Θύρσος = <αρχ. Θύρσος> (ο) ουσ. καλάμι τυλιγμένο με φύλλα κισσού, χαρακτηριστικό διονυσιακό έμβλημα: κρατάς το θύρσο, που 'ναι σκήπτρο κι είναι δόρυ (Άγγ. Σικελιανός)
Θυμέλη = <αρχ. θυμέλη < θύω> (η) ουσ. βωμός του Διονύσου στο μέσο της ορχήστρας του αρχαίου θεάτρου
Αυχμηρός = <αρχ. α'õχμηρüς < α'õχμüς < α/õω]> -ή, -ό επίθ. (Κ -ά, -όν) άνυδρος: αυχμηρή ερημιά | (μτφ.) ξερός, ακαλαίσθητος, δυσνόητος: αυχμηρό ύφος - ανακαλύψαμε μερικούς αυχμηρούς φιλοσοφικούς όρους (Κ. Τσάτσος)
Εμβρυουλκός = [<μτγν. 'åμβρυουλκός < /åμβρυον + ?åλκω]> (ο) ουσ. ειδικό εργαλείο για την εξαγωγή του εμβρύου από τη μήτρα
Παστάδα = [<μσν. παστάδα < αρχ. παστάς (=εσωτερικός θάλαμος)]> (η) ουσ. (Κ παστάς, -άδος) το νυφικό δωμάτιο
Εσμός = [<αρχ. "åσμüς < ?åζομαι (= κάθομαι)]> (ο) ουσ. σμήνος, μεγάλο πλήθος (συνήθ. περιφρονητικά): εσμός αυλοκολάκων
Κορυβαντιώ = [<αρχ. κορυβαντι[ù < Κορύβας (= ιερέας της Ρέας στη Φρυγία)]> [<αρχ. κορυβαντι[ù < Κορύβας (= ιερέας της Ρέας στη Φρυγία)] -άς, -ά ρ. γίνομαι έξαλλος από ενθουσιασμό, φρενιάζω: σε ώρες, όπου είναι απαραίτητη η αυτοσυγκράτηση και το μέτρο, εμείς κορυβαντιούμε (Μ. Πλωρίτης) Περίφροντις = [<περί + φροντίς]> -ις, -ι (-ιδος) επίθ. ο γεμάτος φροντίδες, έγνοιες: με ενοχλεί κάπως να βλέπω το λυπημένο περίφροντι πρόσωπό του (Άγγ. Βλάχος)
Ακκισμός = [<αρχ. 'áκκισμός < 'áκκίζομαι]> (ο) ουσ. προσποίηση αδιαφορίας, κάμωμα, σκέρτσο, νάζι
Διάνος = (ο) ουσ. το πουλί ινδική όρνις, γάλος, κούρκος
Vasa inania plutimum sonant = τα κενά δοχεία ηχούν περισσότερο
Δοιάκι = <μσν. ο'éάκιον, υποκορ. του αρχ. ο/éαξ]> (το) ουσ. μοχλός που μετακινεί το πηδάλιο του πλοίου: απλώνει μια παλάμη ροζιασμένη από τα σκοινιά και το δοιάκι (Γ. Σεφέρης)
Ταμάχι = <τουρκ. Tamah> (το) ουσ. απληστία, πλεονεξία
Κέλητας = <αρχ. κέλης [κέλλω]> (ο) ουσ. (Κ κέλης, -ητος) άλογο για ιππασία
Ατλάζι = <αραβ. Atlas> (το) ουσ. γυαλιστερό, ολομέταξο ύφασμα

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Παράκληση: Μη βάζετε σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο.
Τ α σχόλιά σας ας είναι κόσμια