Αλληλεγγύη στους βλαχομπαρόκ του ‘12
βλάχος
(ο) ουσ. [<μσν. βλάχος <σλαβ. Vlah]: ορεσίβιος βοσκός / μτφ: άξεστος,
αγροίκος
μπαρόκ (το) ακλ. ουσ. [<γαλλ. baroque] καλλιτεχνικός ρυθμός που χαρακτηρίζεται από πληθωρική διακόσμηση και υπερβολή.
Οι βλαχομπαρόκ ζουν ανάμεσα μας. Μην τρομάζετε, αλλά μπορεί να είναι οποιοσδήποτε. Ο γείτονας σας, ο αδελφός σας, ο καλύτερος σας φίλος, η μητέρα σας, ακόμα κι εσείς ο ίδιος, ακόμα και το παιδί σας.
Εμφανίστηκαν δειλά στην Ελλάδα στις αρχές του ογδόντα, όταν ο Αντρίκος επέβαλλε το ουίσκι ως εθνικό μας ποτό. Ενισχύθηκαν το ενενήντα, με τις ευλογίες της ιδιωτικής τηλεόρασης και των περιοδικών ποικίλης και αδιάφορης ύλης. Κυριάρχησαν στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, με αποκορύφωση τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Τώρα φθίνουν σιγά-σιγά, σαν κλειστή αριστοκρατική τάξη που εκφυλίζεται εξαιτίας της αιμομιξίας.
Δεν είναι καινούριο φαινόμενο, αλλά μόνο στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε θα μπορούσε να καθαγιαστεί.
Βλαχομπαρόκ ήταν η μαντάμ Σουσού, του Ψαθά, μετά την κληρονομιά και πριν την πτώχευση.
Βλαχομπαρόκ ήταν ο Τσοβόλας και ο Κοσκωτάς.
Ήταν ο αγρότης που ελέω επιδοτήσεων άφηνε τα χωράφια του και έτρεχε με την «μπέμπα» του (BMW) στα κοσμικά κέντρα.
μπαρόκ (το) ακλ. ουσ. [<γαλλ. baroque] καλλιτεχνικός ρυθμός που χαρακτηρίζεται από πληθωρική διακόσμηση και υπερβολή.
Οι βλαχομπαρόκ ζουν ανάμεσα μας. Μην τρομάζετε, αλλά μπορεί να είναι οποιοσδήποτε. Ο γείτονας σας, ο αδελφός σας, ο καλύτερος σας φίλος, η μητέρα σας, ακόμα κι εσείς ο ίδιος, ακόμα και το παιδί σας.
Εμφανίστηκαν δειλά στην Ελλάδα στις αρχές του ογδόντα, όταν ο Αντρίκος επέβαλλε το ουίσκι ως εθνικό μας ποτό. Ενισχύθηκαν το ενενήντα, με τις ευλογίες της ιδιωτικής τηλεόρασης και των περιοδικών ποικίλης και αδιάφορης ύλης. Κυριάρχησαν στις αρχές του εικοστού πρώτου αιώνα, με αποκορύφωση τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Αθήνας. Τώρα φθίνουν σιγά-σιγά, σαν κλειστή αριστοκρατική τάξη που εκφυλίζεται εξαιτίας της αιμομιξίας.
Δεν είναι καινούριο φαινόμενο, αλλά μόνο στους χαλεπούς καιρούς που ζούμε θα μπορούσε να καθαγιαστεί.
Βλαχομπαρόκ ήταν η μαντάμ Σουσού, του Ψαθά, μετά την κληρονομιά και πριν την πτώχευση.
Βλαχομπαρόκ ήταν ο Τσοβόλας και ο Κοσκωτάς.
Ήταν ο αγρότης που ελέω επιδοτήσεων άφηνε τα χωράφια του και έτρεχε με την «μπέμπα» του (BMW) στα κοσμικά κέντρα.
Βλαχομπαρόκ ήταν η νοικοκυρά
που γέμιζε το καρότσι της με ροκφόρ, μπρί και καμαμπέρ, γιατί στο χωριό της, το
Μπυθουλάτ (το τελικό «τ» δεν προφέρεται) έτρωγαν μόνο γαλλικά τυριά, ποτέ φέτα
και μυτζήθρα.
Βλαχομπαρόκ ήταν το παιδί που το έστελναν στο καλύτερο ιδιωτικό σχολείο, γιατί από εκεί ακόμα και το μεγαλύτερο στουρνάρι μπορεί να γίνει οδοντίατρος.
Βλαχομπαρόκ ήταν ο είκοσι πεντάχρονος που αγόραζε με τα λεφτά του μπαμπά του τζιπάκι για να τον κοιτάνε όλοι στην παραλιακή –με τη μουσική πάντα στη διαπασών.
Βλαχομπαρόκ ήταν ο επιχειρηματίας που δεν πλήρωνε τους εργαζόμενους και ξόδευε τα μηνιάτικα τους για λουλούδια σε σκυλάδικα.
Βλαχομπαρόκ ήταν οι τραγουδιστές των σκυλάδικων που νόμιζαν ότι είναι ο νέος Καζαντζίδης ή η νέα Μαρινέλλα, επειδή είχαν κερδίσει σε ένα ριάλιτι σόου.
Βλαχομπαρόκ ήταν τα ινστιτούτα ομορφιάς, το σολάριουμ στη μέση του χειμώνα, τα Γκούτσι φορέματα για να πας στο σούπερ-μάρκετ (για να αγοράσεις τα γαλλικά σου τυριά).
Βλαχομπαρόκ ήταν το παιδί που το έστελναν στο καλύτερο ιδιωτικό σχολείο, γιατί από εκεί ακόμα και το μεγαλύτερο στουρνάρι μπορεί να γίνει οδοντίατρος.
Βλαχομπαρόκ ήταν ο είκοσι πεντάχρονος που αγόραζε με τα λεφτά του μπαμπά του τζιπάκι για να τον κοιτάνε όλοι στην παραλιακή –με τη μουσική πάντα στη διαπασών.
Βλαχομπαρόκ ήταν ο επιχειρηματίας που δεν πλήρωνε τους εργαζόμενους και ξόδευε τα μηνιάτικα τους για λουλούδια σε σκυλάδικα.
Βλαχομπαρόκ ήταν οι τραγουδιστές των σκυλάδικων που νόμιζαν ότι είναι ο νέος Καζαντζίδης ή η νέα Μαρινέλλα, επειδή είχαν κερδίσει σε ένα ριάλιτι σόου.
Βλαχομπαρόκ ήταν τα ινστιτούτα ομορφιάς, το σολάριουμ στη μέση του χειμώνα, τα Γκούτσι φορέματα για να πας στο σούπερ-μάρκετ (για να αγοράσεις τα γαλλικά σου τυριά).
Βλαχομπαρόκ ήταν οι διακοπές
σε ακριβά ξενοδοχεία και πολυτελείς μεζονέτες με διακοποδάνεια και πιστωτικές
κάρτες.
Βλαχομπαρόκ ήταν οι σύζυγοι των υπουργών που ξόδευαν για πετσέτες και σεντόνια περισσότερα –κλεμμένα λεφτά- από όσα χρειάζεται μια τετραμελής οικογένεια για έναν χρόνο αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Βλαχομπαρόκ ήταν οι γάμοι όπου κάθε θρησκευτικό αίσθημα πνιγόταν στις αναθυμιάσεις των λουλουδιών. Το γλέντι του γάμου όπου οι καλεσμένοι και οι συγγενείς νόμιζαν ότι βρίσκονται σε απονομή των Όσκαρ ή –καλύτερα- σε πρωινή εκπομπή ξανθιάς βλαχομπαρόκ. Όπου σφιγμένοι στα κουστουμάκια τους και τις τουαλέτες τους κατανάλωναν αφειδώς γαρίδες, συναγρίδες και σολομούς, πριν αρχίσουν να χορεύουν, έτοιμοι να ξεράσουν, με τη μουσική του βλαχομπαρόκ συγκροτήματος: «Μπες μες στο καμπριολέ, πάμε για κάνα καφέ.»
Βλαχομπαρόκ ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, με μια ολόκληρη Ελλάδα να γλεντάει και να χορεύει πάνω από το χείλος του γκρεμού.
Μα το βλαχομπαρόκ πνέει τα λοίσθια. Ξαφνικά όλοι θυμήθηκαν τα παραδοσιακά προϊόντα, τις διακοπές στο χωριό, τα λεωφορεία και το ποδήλατο (που κάνει και καλό στην υγεία), την πολιτική ανυπακοή (μόνο όταν πρέπει να πληρώσουν), τη δημόσια παιδεία –λίγο πριν καταρρεύσει.
Αλλά οι βλαχομπαρόκ δεν αλλάζουν τόσο εύκολα. Μόλις χάνουν το μπαρόκ γίνονται σκέτοι βλάχοι, κοντόφθαλμοι ατομικιστές που αδιαφορούν για ό,τι συμβαίνει γύρω τους.
Κλείνουν τα αυτιά τους και τα μάτια τους και επενδύουν στη «θετική ενέργεια» του εγωκεντρισμού.
Ενώ οι άνθρωποι αυτοκτονoύν σαν τους λέμμους, ενώ κάθε ανθρώπινο δικαίωμα, όποια αξιοπρέπεια έχει απομείνει, και τα τελευταία υπολείμματα εθνικής κυριαρχίας ισοπεδώνονται κάτω από τη φασιστική μπότα του laissez faire, εκείνοι συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η αδιαφορία τους και η «καλή τους διάθεση», κόντρα στη μιζέρια των καιρών, είναι αξιέπαινη στάση ζωής.
Χωρίς να αγωνίζονται, συχνά χωρίς καν να κάνουν τον κόπο να ψηφίσουν ή ψηφίζοντας τους αμετανόητα βλαχομπαρόκ πολιτικούς, ευελπιστούν ότι όλα θα διορθωθούν, αυτόματα, έτσι όπως «αυτορυθμίζεται» (sic) η ελεύθερη αγορά, και προσδοκούν ανάσταση νεκρών εισοδημάτων –μόνο για τον εαυτό τους- για να ξαναγίνουν μπαρόκ.
Για να συνεχίσουν να αγοράζουν γαλλικά τυριά, να συνεχίσουν να πηγαίνουν στα σκυλάδικα και να συνεχίσουν να παντρεύονται «σαν σταρ του σινεμά».
Όμως το μπαρόκ τελείωσε μαζί με το παντεσπάνι.
Βλαχομπαρόκ ήταν οι σύζυγοι των υπουργών που ξόδευαν για πετσέτες και σεντόνια περισσότερα –κλεμμένα λεφτά- από όσα χρειάζεται μια τετραμελής οικογένεια για έναν χρόνο αξιοπρεπούς διαβίωσης.
Βλαχομπαρόκ ήταν οι γάμοι όπου κάθε θρησκευτικό αίσθημα πνιγόταν στις αναθυμιάσεις των λουλουδιών. Το γλέντι του γάμου όπου οι καλεσμένοι και οι συγγενείς νόμιζαν ότι βρίσκονται σε απονομή των Όσκαρ ή –καλύτερα- σε πρωινή εκπομπή ξανθιάς βλαχομπαρόκ. Όπου σφιγμένοι στα κουστουμάκια τους και τις τουαλέτες τους κατανάλωναν αφειδώς γαρίδες, συναγρίδες και σολομούς, πριν αρχίσουν να χορεύουν, έτοιμοι να ξεράσουν, με τη μουσική του βλαχομπαρόκ συγκροτήματος: «Μπες μες στο καμπριολέ, πάμε για κάνα καφέ.»
Βλαχομπαρόκ ήταν οι Ολυμπιακοί Αγώνες, με μια ολόκληρη Ελλάδα να γλεντάει και να χορεύει πάνω από το χείλος του γκρεμού.
Μα το βλαχομπαρόκ πνέει τα λοίσθια. Ξαφνικά όλοι θυμήθηκαν τα παραδοσιακά προϊόντα, τις διακοπές στο χωριό, τα λεωφορεία και το ποδήλατο (που κάνει και καλό στην υγεία), την πολιτική ανυπακοή (μόνο όταν πρέπει να πληρώσουν), τη δημόσια παιδεία –λίγο πριν καταρρεύσει.
Αλλά οι βλαχομπαρόκ δεν αλλάζουν τόσο εύκολα. Μόλις χάνουν το μπαρόκ γίνονται σκέτοι βλάχοι, κοντόφθαλμοι ατομικιστές που αδιαφορούν για ό,τι συμβαίνει γύρω τους.
Κλείνουν τα αυτιά τους και τα μάτια τους και επενδύουν στη «θετική ενέργεια» του εγωκεντρισμού.
Ενώ οι άνθρωποι αυτοκτονoύν σαν τους λέμμους, ενώ κάθε ανθρώπινο δικαίωμα, όποια αξιοπρέπεια έχει απομείνει, και τα τελευταία υπολείμματα εθνικής κυριαρχίας ισοπεδώνονται κάτω από τη φασιστική μπότα του laissez faire, εκείνοι συνεχίζουν να πιστεύουν ότι η αδιαφορία τους και η «καλή τους διάθεση», κόντρα στη μιζέρια των καιρών, είναι αξιέπαινη στάση ζωής.
Χωρίς να αγωνίζονται, συχνά χωρίς καν να κάνουν τον κόπο να ψηφίσουν ή ψηφίζοντας τους αμετανόητα βλαχομπαρόκ πολιτικούς, ευελπιστούν ότι όλα θα διορθωθούν, αυτόματα, έτσι όπως «αυτορυθμίζεται» (sic) η ελεύθερη αγορά, και προσδοκούν ανάσταση νεκρών εισοδημάτων –μόνο για τον εαυτό τους- για να ξαναγίνουν μπαρόκ.
Για να συνεχίσουν να αγοράζουν γαλλικά τυριά, να συνεχίσουν να πηγαίνουν στα σκυλάδικα και να συνεχίσουν να παντρεύονται «σαν σταρ του σινεμά».
Όμως το μπαρόκ τελείωσε μαζί με το παντεσπάνι.
sanejoker.blogspot.gr
Riniw
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Παράκληση: Μη βάζετε σχόλια με υβριστικό περιεχόμενο.
Τ α σχόλιά σας ας είναι κόσμια