[23/7] 1942 : Γεννιέται στην Πολοβίτσα ο καθηγητής Δημήτρης Λιαντίνης.
Αναρτήθηκε από τον/την olympiada στο Ιουλίου 24, 2012
“Διοτίμα μου,
φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι.
Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.
Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπούκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.
Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.
Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή, το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης.
Έζησα έρημος και ισχυρός.
.Λιαντίνης.
Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή να στεφανωθούν οι μορφές Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου στη Σπάρτη.”
(Αποχαιρετιστήριο γράμμα που άφησε ο Δημήτρης Λιαντίνης στην κόρη του όταν εξαφανίσθηκε την 1η Ιουνίου 1998)
φεύγω αυτοθέλητα. Αφανίζομαι όρθιος, στιβαρός και περήφανος. Ετοίμασα τούτη την ώρα βήμα- βήμα ολόκληρη τη ζωή μου, που υπήρξε πολλά πράγματα, αλλά πάνω από όλα εστάθηκε μια προσεκτική μελέτη θανάτου. Τώρα που ανοίγω τα χέρια μου και μέσα τους συντρίβω τον κόσμο, είμαι κατάφορτος με αισθήματα επιδοκιμασίας και κατάφασης.
Πεθαίνω υγιής στο σώμα και στο μυαλό, όσο καθαρό είναι το νωπό χιόνι στα όρη και το επεξεργασμένο γαλάζιο διαμάντι.
Να ζήσεις απλά, σεμνόπρεπα, και τίμια, όπως σε δίδαξα. Να θυμάσαι ότι έρχουνται χαλεποί καιροί για τις νέες γενεές. Και είναι άδικο και μεγάλο παράξενο να χαρίζεται τέτοιο το δώρο της ζωής στους ανθρώπους, και οι πλείστοι να ζούνε μέσα στη ζάλη αυτού του αστείου παραλογισμού.
Η τελευταία μου πράξη έχει το νόημα της διαμαρτύρησης για το κακό που ετοιμάζουμε εμείς οι ενήλικοι στις αθώες νέες γενεές που έρχουνται. Ζούμε τη ζωή μας τρώγοντας τις σάρκες τους. Ένα κακό αβυσσαλέο στη φρίκη του. Η λύπη μου γι’ αυτό το έγκλημα με σκοτώνει.
Να φροντίσεις να κλείσεις με τα χέρια σου τα μάτια της γιαγιάς Πολυτίμης, όταν πεθάνει. Αγάπησα πολλούς ανθρώπους. Αλλά περισσότερο τρεις. Το φίλο μου Αντώνη Δανασσή, τον αδερφοποιτό μου Δημήτρη Τρομπούκη, και τον Παναγιώταρο το συγγενή μου, γιο και πατέρα του Ηρακλή.
Κάποια στοιχεία από το αρχείο μου το κρατά ως ιδιοκτησία ο Ηλίας Αναγνώστου.
Να αγαπάς τη μανούλα ως την τελευταία της ώρα. Υπήρξε ένας υπέροχος άνθρωπος για μένα, για σένα, και για τους άλλους. Όμως γεννήθηκε με μοίρα. Γιατί της ορίστηκε το σπάνιο, να λάβει σύντροφο στη ζωή της όχι απλά έναν άντρα, αλλά τον ποταμό και τον άνεμο. Το γράμμα του αποχαιρετισμού που της έγραψα το παίρνω μαζί μου.
Σας αφήνω εσένα, τη μανούλα και το Διγενή, το σπίτι μου δηλαδή, που του στάθηκα στύλος και στέμμα, Γκέμμα πες, σε υψηλούς βαθμούς ποιότητας και τάξης. Στην μεγαλύτερη δυνατή αρνητική εντροπία. Να σώζετε αυτή τη σωφροσύνη και αυτή την τιμή. Θα δοκιμάσω να πορευτώ τον ακριβό θάνατο του Οιδίποδα. Αν όμως δεν αντέξω να υψωθώ στην ανδρεία που αξιώνει αυτός ο τρόπος, και ευρεθεί ο νεκρός μου σε τόπο όχι ασφαλή, να φροντίσεις με τη μανούλα και το Διγενή, να τον κάψετε σε ένα αποτεφρωτήριο της Ευρώπης.
Έζησα έρημος και ισχυρός.
.Λιαντίνης.
Τη μέρα που θα πέσω έδωσα εντολή να στεφανωθούν οι μορφές Σολωμού στη Ζάκυνθο κ’ Λυκούργου στη Σπάρτη.”
(Αποχαιρετιστήριο γράμμα που άφησε ο Δημήτρης Λιαντίνης στην κόρη του όταν εξαφανίσθηκε την 1η Ιουνίου 1998)
ΣΠΥΡΟΣ Ο ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΑΣ είπε
stavros είπε
Γραικός είπε
Είναι το τραγικό υπόδειγμα ΕΓΩΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΥΠΟΣΥΝΕΙΔΗΤΗΣ ΑΥΤΑΡΕΣΚΕΙΑΣ που σαρκώθηκε μέσα από έναν φυγόπονο και φυγόμαχο άνθρωπο της γνώσης αλλά όχι της Σοφίας.
Σφοδρός πολέμιος της Ορθοδοξίας και της Ρωμηοσύνης η στάση ζωής του οποίου ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΔΙΔΑΣΚΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΝΕΟΛΑΙΑ ΩΣ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ ΠΡΟΣ ΑΠΟΦΥΓΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΓΟΝΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΔΑΣΚΑΛΟΥΣ.
Ο φιλεύσπλαγχνος Τριαδικός Θεός να τον συγχωρέσει για την αποτρόπαια πράξη του αλλά και για όσα ξεστόμιζε κατά της Πίστης μας αλλά και του του τρισευλογημένου Ράσου:
“…θέλεις να χεις πιστή την εικόνα του νεοέλληνα; Λάβε το ράσο του γύπα και του κόρακα. Λάβε τις ασπιδωτές κοιλιές των ιερέων, το καλυμμαύκι του Μακαρίου Β’ της Κύπρου. Και τα γένεια τα καλογερικά, που κρύβουν το πρόσωπο, καθώς άκοσμοι αγκαθεροί φράχτες τους αγρούς. Και τις κουκουλωμένες καλόγριες, την άλλη έκδοση του φερετζέ της τούρκισσας. και έχεις το νεοέλληνα φωτογραφία στον τοίχο.Απέναντι σε τούτη τη μελανή και γανιασμένη φοβέρα, φέρε την εικόνα του αρχαίου έλληνα, για να μετρήσεις τη διαφορά.Φέρε τις μορφές των νέων σωμάτων, τις ευσταλείς και τις διακριτές. Να ανεβαίνουν από την Ολυμπία και τους Δελφούς, καθώς λευκοί αργυρόηχοι κρότοι κυμβάλων. Τους ωραίους χιτώνες τους χειριδωτούς, και τα λευκά ιμάτια τα πτυχωτά και τα ποδήρη. Τα πέδιλα από δέρματα μαροκινά, αρμοσμένα στις δυνατές φτέρνες.Φέρε την εικόνα που μας αφήσανε οι γυναίκες της αρχαίας Ελλάδας. Οι κοντυλογραμμένες, με τις λεπτές ζώνες, τον κυανό κεφαλόδεσμο, και το ζαρκαδένιο τόνο του κορμιού. Οι ελληνίδες του Αργούς και της Ιωνίας, οι λινές και οι φαινομηρίδες. Τρέχουνε στα όρη μαζί με την Αταλάντη. Και κοιμούνται στα κοιμητήρια σαν την Κόρη του Ευθυδίκου”.(Λιαντίνης, Γκέμμα).
Και κάτι τελευταίο… Με προβληματίζει η φωτογραφία του με το χέρι στο στήθος και με τον αντίχειρα υψωμένο (a la Διονυσίου Σολωμού), που παραπέμπει στον κλασσικότερο μασονικό χαιρετισμό (hand on chest)!
Ε ΡΕ ΟΤΑΝ ΜΠΟΥΚΑΡΟΥΜΕ ΣΤΙΣ ΣΤΟΕΣ ΤΙ “ΥΛΙΚΟ” ΕΝΔΕΧΕΤΑΙ ΝΑ ΒΡΟΥΜΕ…!
Γρηγορείτε, εξομολογείσθε και προσεύχεσθε αδέλφια.
ΣΠΥΡΟΣ Ο ΠΡΟΒΟΚΑΤΟΡΑΣ είπε
Αντίθετα δέχομαι πράξεις αντίστασης καί ηρωισμού,όπως τή πράξη νά πάρει κάποιος μαζί του,έναν ή περισσότερους κοτσαμπάσηδες,αντί νά
αυτοχειριαστεί κατά μόνας…
Ο Λιαντίνης ΔΕΝ ήταν μασώνος…οι μασώνοι εντάσσονται σέ στοές δί ίδιον
όφελος,γιά καθαρά ωφελιμιστικούς σκοπούς,κυρίως λόγω τής διαφημιζόμενης οικονομικής υποστήριξης μεταξύ τους,ό Λιαντίνης ήταν
καθαρά ιδεολόγος λάτρης τού ωραίου καί αληθινού,ξένο σώμα σέ
κάθε μυστικιστική οργάνωση όπως οι μασώνοι….
ΕΛΛΗΝΑΣ είπε
παπαδοκαλόγεροι ( Κοσμάς,Παίσιος,Παπουλάκος κλπ),που κατά καιρούς μας παρουσιάζουν,τα ανθελληνικά ΜΜΕ.
Το όνομά του θα παραμείνη στην ιστορία,όπως της Υπατίας ,του Πλήθωνα Γεμιστού,του Αδαμάντιου Κοραή και πολλών άλλων
πραγματικών Ελλήνων,που δεν πρόδωσαν την Πατρίδα και δεν προσκύνησαν,τον εξ ανατολών βίαιο κατακτητή του Έθνους.
Δάσκαλε Δημήτρη,ζείς και θα ζείς αιώνια μέσα στις καρδιές των απροσκύνητων Ελλήνων.Αυτών που τιμούν τα έθη και τα ήθη,των Προγόνων μας.
Σύντομα θα έλθει η μέρα που εσύ και όλοι οι μάρτυρες του Ελληνικού Έθνους ,θα τιμηθείτε ,από τους πραγματικούς Έλληνες,όπως αξίζει ΣΕ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΥΣ ΕΛΛΗΝΕΣ.
Δημοδιδάσκαλος είπε
Γεωργιος Νικολακακος είπε
Ευτραπελία είπε
Δάσκαλος βεβαίως ήταν και καλά έκανε και πίστευε ό,τι ήθελε και για τη δική του κοσμοθεωρία καλώς έπραξε ως έπραξε. Επειδή όμως ο σοφός λαός λέει “μ’ όποιον δάσκαλο καθίσεις τέτοια γράμματα θα μάθεις” όσοι ενδιαφέρονται να μάθουν ας αξιολογούν τους δασκάλους τους από το περιεχόμενο της γνώσης που παρέχουν. Κι ο καθένας ας πράξει κατά το δοκούν.
Και για την αναζήτηση της αλήθειας καλό θα είναι να ελέγχεις και τον κατήγορο και τον κατηγορούμενο.
Και επειδή καταθέτουμε και τις προσωπικές μας απόψεις θα πω: δε θα θεραπευτούμε ως λαός αν ο καθένας μας δεν ενσκήψει στην ιστορία αυτού του τόπου χωρίς εμμονές και εμφυλιακή διάθεση.Το να ερμηνεύω την ιστορία αναζητώντας τις προσωπικές μου δικαιώσεις είναι επικίνδυνο μονοπάτι.